| Κύριες μεταφράσεις |
| default n | (base condition) | προεπιλογή ουσ θηλ |
| | | προεπιλεγμένος μτχ πρκ |
| | Do you want these settings to be the default for all new documents? |
| | Θέλεις αυτές οι ρυθμίσεις να αποτελούν προεπιλογή για όλα τα νέα έγγραφα; |
| default n | (absence of alternatives) | δεν υπάρχει εναλλακτική περίφρ |
| | | απουσία εναλλακτικής περίφρ |
| | The new leader's election wasn't because the people particularly liked him; it was just the default. |
| | Η εκλογή του νέου ηγέτη δεν έγινε επειδή είναι ιδιαίτερα αρεστός στον κόσμο - απλά δεν υπήρχε εναλλακτική. |
| | Η εκλογή του νέου ηγέτη δεν έγινε επειδή είναι ιδιαίτερα αρεστός στον κόσμο - έγινε απουσία εναλλακτικής. |
| default n | (failure to act) | απραξία ουσ θηλ |
| | George didn't respond to any of the letters he received and this default resulted in him receiving a court summons. |
| | Ο Τζορτζ δεν απάντησε σε καμία από τις επιστολές που έλαβε και αυτή του η απραξία είχε ως αποτέλεσμα να λάβει κλήτευση ενώπιον δικαστηρίου. |
| default n | (failure to repay) | αδυναμία πληρωμής φρ ως ουσ θηλ |
| | (μη πληρωμή) | αθέτηση ουσ θηλ |
| | The company is in default on several loans. |
| | Η εταιρεία βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής για αρκετά δάνεια. |
| default n | (non-appearance in court) | μη εμφάνιση στο δικαστήριο περίφρ |
| | Jean failed to appear in court and was penalized for default. |
| | Η Τζέιν δεν κατάφερε να παρουσιαστεί και της επιβλήθηκαν κυρώσεις για μη εμφάνιση στο δικαστήριο. |
| default n as adj | (standard, base) | προεπιλεγμένος μτχ πρκ |
| | | βασικός επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | στάνταρ επίθ άκλ |
| | This is the default font; if you want to change it, you can choose something else from the menu bar. |
| | Αυτή είναι η προεπιλεγμένη γραμματοσειρά. Αν επιθυμείς να την αλλάξεις μπορείς να διαλέξεις κάποια άλλη από το μενού. |
| default⇒ vi | (fail to repay) | αδυνατώ να πληρώσω περίφρ |
| | | αθετώ τις υποχρεώσεις μου περίφρ |
| | | βρίσκομαι σε αδυναμία πληρωμής περίφρ |
| | Robert took out a loan to buy his new car, but the car was repossessed when he defaulted. |
| | Ο Ρόμπερτ πήρε ένα δάνειο για να αγοράσει το νέο του αυτοκίνητο, αλλά αυτό κατασχέθηκε όταν αθέτησε τις υποχρεώσεις του. |
| default on [sth] vi + prep | (fail to repay) | αδυνατώ να αποπληρώσω κτ, αδυνατώ να ξεπληρώσω κτ περίφρ |
| | | δεν μπορώ να αποπληρώσω κτ περίφρ |
| | The family's house was repossessed when they defaulted on the mortgage. |
| | Το σπίτι της οικογένειας κατασχέθηκε όταν δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν το δάνειο. |